προικιό

προικιό
και προυκιό, το, Ν
1. καθετί που περιλαμβάνεται στην προίκα
2. μτφ. φυσικό προσόν («κοιλάρφανο χλομό παιδί, που 'χε προικιό τής μοίρας μόνον καρδιά μεγάλη», Γρυπ.)
3. στον πληθ. τα προικιά ή προυκιά
όλα τα είδη που αποτελούν την προίκα, ιδίως τα ατομικά είδη τής νύφης και διάφορα αντικείμενα τού σπιτιού
4. παροιμ. «πλια πολλά 'ναι τα έξοδα τού γάμου παρά τα προυκιά τής νύφης» — λέγεται για επιδιώξεις που δεν αποδίδουν κέρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προικ-ίον, υποκορ. τού προίξ, -κός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προικιό — προικιό, το και προικιά, τα το σύνολο των πραγμάτων που αποτελούν την προίκα: Εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προικιά — τα, Ν βλ. προικιό …   Dictionary of Greek

  • προυκί — και προυκιό, το, Ν βλ. προικιό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”